Anonymous

μεταληπτέον: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_20)
(3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταληπτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[μεταλαμβάνω]], δεῖ μεταλαμβάνειν ἢ μεταλαβεῖν, τινὸς Πλάτ. Παρμ. 163D. ΙΙ. πρέπει τις νὰ λάβῃ [[ἀντί]] τινος, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 34, ἐν τέλ.
|lstext='''μεταληπτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[μεταλαμβάνω]], δεῖ μεταλαμβάνειν ἢ μεταλαβεῖν, τινὸς Πλάτ. Παρμ. 163D. ΙΙ. πρέπει τις νὰ λάβῃ [[ἀντί]] τινος, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 34, ἐν τέλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταληπτέον:''' adj. verb. к [[μεταλαμβάνω]].
}}
}}