Anonymous

πολυωρέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυωρέω:''' ([[ὤρα]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[πολύ]] [[προσεκτικός]], αντίθ. προς το [[ὀλιγωρέω]], σε Αισχίν., Αριστ.
|lsmtext='''πολυωρέω:''' ([[ὤρα]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[πολύ]] [[προσεκτικός]], αντίθ. προς το [[ὀλιγωρέω]], σε Αισχίν., Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυωρέω [πολύς, ὤρα] hoogachten.
}}
}}