Anonymous

δαήμων: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>*δάω</i>, [[δαῆναι]]), [[γνώστης]], [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], ειδήμων, [[έμπειρος]], [[ειδικός]]· <i>ἔν τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>δαημονέστατος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''δαήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>*δάω</i>, [[δαῆναι]]), [[γνώστης]], [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], ειδήμων, [[έμπειρος]], [[ειδικός]]· <i>ἔν τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>δαημονέστατος</i>, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.
}}
}}