Anonymous

ἀτριβής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρῐβής:''' -ές ([[τρίβω]]), αυτός που δεν τρίβεται· για τόπους, [[άβατος]], [[αδιάβατος]], σε Θουκ.· λέγεται για δρόμους, μη πατημένος ή χρησιμοποιούμενος, σε Ξεν.· γενικά, [[πρόσφατος]], [[νέος]], Λατ. [[integer]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀτρῐβής:''' -ές ([[τρίβω]]), αυτός που δεν τρίβεται· για τόπους, [[άβατος]], [[αδιάβατος]], σε Θουκ.· λέγεται για δρόμους, μη πατημένος ή χρησιμοποιούμενος, σε Ξεν.· γενικά, [[πρόσφατος]], [[νέος]], Λατ. [[integer]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρῐβής:''' <b class="num">1)</b> ненатертый, не покрытый ссадинами ([[τράχηλος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> непроторенный, непротоптанный ([[ὁδός]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> бездорожный, непроходимый ([[νῆσος]] Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> не испытавший бедствий, не пострадавший (ἀ. καὶ [[ἀγήρατος]] Xen.).
}}
}}