Anonymous

αὔρα: Difference between revisions

From LSJ
795 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὔρα:''' Ιων. [[αὔρη]], ἡ ([[ἄημι]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αέρας]] σε [[κίνηση]], [[πνοή]], [[ιδίως]] φρέσκια [[πνοή]], [[φρέσκος]] [[πρωινός]] [[αέρας]], Λατ. [[aura]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. ποιητές, [[σπανίως]] στον πεζό λόγο· μεταφ., [[αχνός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. επίσης, λέγεται για την ευμετάβολη [[αλλαγή]] των πραγμάτων, σε Ευρ., Αριστοφ.· λέγεται για οτιδήποτε τρομακτικό, σε Ευρ.
|lsmtext='''αὔρα:''' Ιων. [[αὔρη]], ἡ ([[ἄημι]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αέρας]] σε [[κίνηση]], [[πνοή]], [[ιδίως]] φρέσκια [[πνοή]], [[φρέσκος]] [[πρωινός]] [[αέρας]], Λατ. [[aura]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. ποιητές, [[σπανίως]] στον πεζό λόγο· μεταφ., [[αχνός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. επίσης, λέγεται για την ευμετάβολη [[αλλαγή]] των πραγμάτων, σε Ευρ., Αριστοφ.· λέγεται για οτιδήποτε τρομακτικό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὔρα:''' эп.-ион. [[αὔρη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> дуновение, веяние, ветер(ок) (ψυχρή Hom.; ὀπωρινή HH; εὐκρινέες αὖραι Hes.; [[ποντιάς]] Eur.; αὔ. ἀποπνέει Her.; αὔρας καλοῦμεν τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοάς Arst.): τίς αὔ.; Eur. каким ветром или какими судьбами (занесло тебя сюда)?;<br /><b class="num">2)</b> запах, аромат (θυμιαμάτων αὖραι Arph.);<br /><b class="num">3)</b> перен. движение, порыв (ψυχᾶς ἄδολοι αὖραι Eur.): πολέμου [[μετάτροπος]] αὔ. Arph. превратности войны.
}}
}}