3,274,306
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγοχρόνιος:''' -ον και -α, -ον ([[χρόνος]]), αυτός που διαρκεί ή ζει για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], που είναι μικρής διάρκειας, [[βραχυχρόνιος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ὀλῐγοχρόνιος:''' -ον και -α, -ον ([[χρόνος]]), αυτός που διαρκεί ή ζει για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], που είναι μικρής διάρκειας, [[βραχυχρόνιος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγοχρόνιος:''' 2, реже 3 кратковременный, недолговечный (τὸ [[σῶμα]] Plat.; [[κάλλος]] Plut.; ὀ. καὶ [[εὔφθαρτος]] Polyb.). | |||
}} | }} |