Anonymous

βάμμα: Difference between revisions

From LSJ
506 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάμμα:''' -ατος, τὸ ([[βάπτω]]), υλικό μέσα στο οποίο βυθίζεται [[κάτι]], [[βαφή]], [[χρώμα]], σε Πλατ.· βλ. [[βάπτω]].
|lsmtext='''βάμμα:''' -ατος, τὸ ([[βάπτω]]), υλικό μέσα στο οποίο βυθίζεται [[κάτι]], [[βαφή]], [[χρώμα]], σε Πλατ.· βλ. [[βάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βάμμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> красящее вещество, краситель, краска (χρώματα καὶ βάμματα Plut.): β. Σαρδιανικὸν βάψαι τινά ирон. Arph. окрасить кого-л. в сардинскую краску, т. е. избить до крови;<br /><b class="num">2)</b> крашеная ткань Plat.;<br /><b class="num">3)</b> окраска, цвет (β. λευκώματος Arst.).
}}
}}