3,273,726
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), [[αντίθετος]] στη [[λογική]], [[απίστευτος]], [[παράδοξος]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· <i>ἐκ τοῦ παραδόξου</i>, πέρα από [[κάθε]] [[προσδοκία]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-ξως</i>, σε Αισχίν. | |lsmtext='''παράδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), [[αντίθετος]] στη [[λογική]], [[απίστευτος]], [[παράδοξος]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· <i>ἐκ τοῦ παραδόξου</i>, πέρα από [[κάθε]] [[προσδοκία]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-ξως</i>, σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράδοξος -ον [παρά, δόξα] tegen de verwachting in, verrassend, wonderlijk:; παράδοξος λόγος paradox Plat. Resp. 472a; ἂν παράδοξον εἴπω τι als ik iets verrassends zeg Dem. 3.10; τὸ παραδοξότατον het meest wonderlijke van alles Luc. 39.6; εἴδομεν παράδοξα wij hebben ongelooflijke dingen gezien NT Luc. 5.26; adv. παραδόξως op wonderbaarlijke wijze. | |||
}} | }} |