Anonymous

θεόπνευστος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεόπνευστος:''' -ον ([[πνέω]]), εμπνευσμένος από το θεό, φωτισμένος με [[θείο]] [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''θεόπνευστος:''' -ον ([[πνέω]]), εμπνευσμένος από το θεό, φωτισμένος με [[θείο]] [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''θεόπνευστος:''' <b class="num">1)</b> навеянный богами (ὄνειροι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> боговдохновенный ([[γραφή]] NT).
}}
}}