Anonymous

ἀναισθητέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναισθητέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀναισθητέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναισθητέω:''' быть бесчувственным, равнодушным или тупым Aesop., Dem., Plut.
}}
}}