Anonymous

σφαγῖτις: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6_12)
(4b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰγῖτις''': -ιδος, ἡ, (σφαγὴ ΙΙ) ἡ εἰς τὸν λαιμὸν ἀνήκουσα, Λατ. jugularis, φλὲψ [[σφαγῖτις]] Πόλυβος ἐν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 3.
|lstext='''σφᾰγῖτις''': -ιδος, ἡ, (σφαγὴ ΙΙ) ἡ εἰς τὸν λαιμὸν ἀνήκουσα, Λατ. jugularis, φλὲψ [[σφαγῖτις]] Πόλυβος ἐν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 3.
}}
{{elru
|elrutext='''σφᾰγῖτις:''' ῐδος adj. f горловая, шейная: φλὲψ σ. Arst. яремная вена.
}}
}}