3,274,216
edits
(6_12) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφᾰγῖτις''': -ιδος, ἡ, (σφαγὴ ΙΙ) ἡ εἰς τὸν λαιμὸν ἀνήκουσα, Λατ. jugularis, φλὲψ [[σφαγῖτις]] Πόλυβος ἐν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 3. | |lstext='''σφᾰγῖτις''': -ιδος, ἡ, (σφαγὴ ΙΙ) ἡ εἰς τὸν λαιμὸν ἀνήκουσα, Λατ. jugularis, φλὲψ [[σφαγῖτις]] Πόλυβος ἐν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφᾰγῖτις:''' ῐδος adj. f горловая, шейная: φλὲψ σ. Arst. яремная вена. | |||
}} | }} |