Anonymous

ἀναφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφαίνω:''' ποιητ. ἀμ-[[φαίνω]]· μέλ. <i>-φᾰνῶ</i> [[αλλά]] <i>-φᾱνῶ</i>, στον Ευρ.· αόρ. αʹ <i>ἀνέφηνα</i> ή <i>-έφᾱνα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προσδίδω]] φως, [[φλογίζω]], <i>ξύλα</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φέρνω]] στο φως, [[καταδεικνύω]], [[παρουσιάζω]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>ἀν.μελέων νόμους</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανακηρύσσω]], [[αναγορεύω]], [[βασιλέα]] ἀν. τινά, σε Πίνδ.· <i>ἀν. πόλιν</i>, τὴν [[ἀνακηρύσσω]] [[νικήτρια]] στους αγώνες, στον ίδ.· με απαρ., ἀναφανῶ σε [[τόδε]] ὀνομάζειν, [[ανακηρύσσω]] πως σε φωνάζουν μ' αυτό το όνομα, δηλ. [[διατάζω]] ότι θα ονομάζεσαι έτσι, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πράγματα, [[ορίζω]], <i>νόμους</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">5.</b> <i>ἀναφάναντες τὴν Κύπρον</i>, έχοντας ανοιχθεί, έρθει σε [[οπτική]] [[επαφή]] με την Κύπρο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με μέλ. Μέσ., <i>ἀναφᾰνήσομαι</i> ή <i>-φανοῦμαι</i>, παρακ. <i>ἀναπέφαμμαι</i>, ή στο [[μέσο]] τύπο· -[[πέφηνα]]·<br /><b class="num">1.</b> αποδεικνύομαι, [[έρχομαι]] στο φως ή σε [[θέα]], [[παρουσιάζομαι]] απλά, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επανεμφανίζομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> ἀναφανῆναι [[μούναρχος]], ανακηρύχθηκε [[βασιλιάς]], στον ίδ.· <i>ἀναφαίνεσθαι σεσωσμένος</i>, να βρίσκεται απλά σε ασφαλή [[κατάσταση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀναφαίνω:''' ποιητ. ἀμ-[[φαίνω]]· μέλ. <i>-φᾰνῶ</i> [[αλλά]] <i>-φᾱνῶ</i>, στον Ευρ.· αόρ. αʹ <i>ἀνέφηνα</i> ή <i>-έφᾱνα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προσδίδω]] φως, [[φλογίζω]], <i>ξύλα</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φέρνω]] στο φως, [[καταδεικνύω]], [[παρουσιάζω]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>ἀν.μελέων νόμους</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανακηρύσσω]], [[αναγορεύω]], [[βασιλέα]] ἀν. τινά, σε Πίνδ.· <i>ἀν. πόλιν</i>, τὴν [[ἀνακηρύσσω]] [[νικήτρια]] στους αγώνες, στον ίδ.· με απαρ., ἀναφανῶ σε [[τόδε]] ὀνομάζειν, [[ανακηρύσσω]] πως σε φωνάζουν μ' αυτό το όνομα, δηλ. [[διατάζω]] ότι θα ονομάζεσαι έτσι, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πράγματα, [[ορίζω]], <i>νόμους</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">5.</b> <i>ἀναφάναντες τὴν Κύπρον</i>, έχοντας ανοιχθεί, έρθει σε [[οπτική]] [[επαφή]] με την Κύπρο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με μέλ. Μέσ., <i>ἀναφᾰνήσομαι</i> ή <i>-φανοῦμαι</i>, παρακ. <i>ἀναπέφαμμαι</i>, ή στο [[μέσο]] τύπο· -[[πέφηνα]]·<br /><b class="num">1.</b> αποδεικνύομαι, [[έρχομαι]] στο φως ή σε [[θέα]], [[παρουσιάζομαι]] απλά, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επανεμφανίζομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> ἀναφανῆναι [[μούναρχος]], ανακηρύχθηκε [[βασιλιάς]], στον ίδ.· <i>ἀναφαίνεσθαι σεσωσμένος</i>, να βρίσκεται απλά σε ασφαλή [[κατάσταση]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναφαίνω:''' поэт. [[ἀμφαίνω]] (fut. ἀναφᾰνῶ и ἀναφᾱνῶ, aor. ἀνέφηνα)<br /><b class="num">1)</b> зажигать (ξύλα Hom.; ἄστρα ἐν τῇ νυκτί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> показывать, обнаруживать (ποδῶν ἀρετήν Hom.); pass. показываться, появляться (ἀνεφαίνετο πατρὶς [[ἄρουρα]] Hom.) или быть очевидным: ἀναφαινόμεθα σεσωσμένοι Xen. ясно, что мы спасены;<br /><b class="num">3)</b> открывать, разъяснять (θεοπροπίας Δαναοῖσι Hom.; οὐ δεδειγμένα Soph.): ἀναφανέντες τὴν Κύπρον NT когда (мы) завидели Кипр, т. е. когда показался Кипр;<br /><b class="num">4)</b> произносить (ἐπεσβολίας Hom.);<br /><b class="num">5)</b> издавать ([[βοάν]] Aesch.);<br /><b class="num">6)</b> провозглашать, объявлять (τινά τινα Pind., Eur., Plat.);<br /><b class="num">7)</b> (по)рождать, производить (ὄφιας πολλούς Her.);<br /><b class="num">8)</b> (по)являться: νεωστὶ ἀναπεφηνός Her. недавно возникший; οὐ θύων τισὶ καινοῖς δαίμοσιν ἀναπέφηνα Xen., никто не видел, чтобы я приносил жертвы новым богам;<br /><b class="num">9)</b> прославлять, возвеличивать (πόλιν ἁμίλλαις Pind.).
}}
}}