3,274,299
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοιμός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[πανούκλα]], [[λοιμός]], [[κάθε]] μολυσματική και [[θανατηφόρος]] [[ασθένεια]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για τον λοιμό στην Αθήνα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[παρασιτικός]] [[άνθρωπος]], [[ενοχλητικός]], σε Δημ. (πιθ. συγγενές προς το [[λύμη]], Λατ. [[lues]]). | |lsmtext='''λοιμός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[πανούκλα]], [[λοιμός]], [[κάθε]] μολυσματική και [[θανατηφόρος]] [[ασθένεια]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για τον λοιμό στην Αθήνα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[παρασιτικός]] [[άνθρωπος]], [[ενοχλητικός]], σε Δημ. (πιθ. συγγενές προς το [[λύμη]], Λατ. [[lues]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοιμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> чума, поветрие, зараза, мор (λιμὸς καὶ λ. Her. λοιμοῦ [[σκηπτός]] Aesch.; λοιμοὶ καὶ σεισμοί NT);<br /><b class="num">2)</b> перен. чума, язва, опасный и вредный человек Dem. | |||
}} | }} |