Anonymous

λοιμός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοιμός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[πανούκλα]], [[λοιμός]], [[κάθε]] μολυσματική και [[θανατηφόρος]] [[ασθένεια]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για τον λοιμό στην Αθήνα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[παρασιτικός]] [[άνθρωπος]], [[ενοχλητικός]], σε Δημ. (πιθ. συγγενές προς το [[λύμη]], Λατ. [[lues]]).
|lsmtext='''λοιμός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[πανούκλα]], [[λοιμός]], [[κάθε]] μολυσματική και [[θανατηφόρος]] [[ασθένεια]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για τον λοιμό στην Αθήνα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[παρασιτικός]] [[άνθρωπος]], [[ενοχλητικός]], σε Δημ. (πιθ. συγγενές προς το [[λύμη]], Λατ. [[lues]]).
}}
{{elru
|elrutext='''λοιμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> чума, поветрие, зараза, мор (λιμὸς καὶ λ. Her. λοιμοῦ [[σκηπτός]] Aesch.; λοιμοὶ καὶ σεισμοί NT);<br /><b class="num">2)</b> перен. чума, язва, опасный и вредный человек Dem.
}}
}}