Anonymous

εὐστροφάλιγξ: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐστροφάλιγξ:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρός]], λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐστροφάλιγξ:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρός]], λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐστροφάλιγξ:''' ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся ([[κόμη]] Anth.).
}}
}}