Anonymous

νικάω: Difference between revisions

From LSJ
2,064 bytes added ,  31 December 2018
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νῑκάω:''' ([[νίκη]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνίκησα</i>, παρακ. <i>νενίκηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλ., [[νικώ]], [[υπερισχύω]], [[υποτάσσω]], είμαι [[νικητής]] σε [[μάχη]] ή σε αγώνες, σε Όμηρ. κ.λπ. <i>ὁ νικήσας</i>, ο [[νικητής]], <i>ὁ νικηθείς</i>, ο νικημένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνίκησα καὶ [[δεύτερος]] καὶ [[τέταρτος]] [[ἐγενόμην]], κέρδισα το πρώτο [[βραβείο]] (στην [[Ολυμπία]]), σε Θουκ.· [[νικᾶν]] ἐπὶ πᾶσι κριταῖς, [[νικώ]] κατά τη [[γνώμη]] όλων των κριτών, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., <i>πάνταἐνίκα</i>, νικούσε όλες τις φορές, σε Ομήρ. Ιλ.· [[παγκράτιον]], σε Θουκ.· [[νικᾶν]] [[Ὀλύμπια]], είμαι [[νικητής]] στους Ολυμπιακούς αγώνες, στον ίδ. κ.λπ.·<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για απόψεις, [[επικρατώ]], <i>ἐκ τῆς νικώσης</i> (<i>γνώμης</i>), σύμφωνα με την επικρατούσα [[γνώμη]], [[απόφαση]] της πλειονότητας, σε Ξεν.· απρόσ., <i>ἐνίκα</i> (ενν. ἡ [[γνώμη]]), αποφασίστηκε, Λατ. [[visum]] est· με απαρ., ἐνίκα μὴ [[ἐκλιπεῖν]] τὴν πόλιν, κυριάρχησε η [[άποψη]] να μην εγκαταλείψουμε την πόλη, σε Ηρόδ.· <i>ἐνίκησε λοιμὸν εἰρῆσθαι</i>, ήταν γενική και κυρίαρχη η [[άποψη]] ότι [[λοιμός]] ήταν η [[αιτία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> ως [[νομικός]] όρος, νικῶ τὴν [[δίκην]], [[κερδίζω]] την [[υπόθεση]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[νικώ]], [[επικρατώ]], [[καταβάλλω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μὴ [[φῦναι]] τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον, το καλύτερο είναι να μη γεννηθεί, σε Σοφ.· <i>νίκηςνικᾶν τινα</i>, [[κερδίζω]] τη [[νίκη]] [[έναντι]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για [[πάθη]] κ.λπ., [[υπερνικώ]], [[υπερισχύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με</i>, με αναγκάζετε να σας [[παρέχω]] [[ηδονή]] [[παρά]] τη θέλησή μου, σε Σοφ.· με απαρ., μηδ' ἡ [[βία]] σε νικησάτω τοσόνδε μισεῖν, ας μην υπερισχύσει σε σένα η [[βία]] ώστε να σε αναγκάσει να μισείς, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., <i>νικᾶσθαί τινος</i>, όπως το <i>ἡττᾶσθαι</i>, είμαι [[κατώτερος]] [[έναντι]] κάποιου, [[ενδίδω]], υποτάσσομαι, [[υποχωρώ]], σε Σοφ., Ευρ.· ἢν [[τοῦτο]] νικηθῇς [[ἐμοῦ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''νῑκάω:''' ([[νίκη]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνίκησα</i>, παρακ. <i>νενίκηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλ., [[νικώ]], [[υπερισχύω]], [[υποτάσσω]], είμαι [[νικητής]] σε [[μάχη]] ή σε αγώνες, σε Όμηρ. κ.λπ. <i>ὁ νικήσας</i>, ο [[νικητής]], <i>ὁ νικηθείς</i>, ο νικημένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνίκησα καὶ [[δεύτερος]] καὶ [[τέταρτος]] [[ἐγενόμην]], κέρδισα το πρώτο [[βραβείο]] (στην [[Ολυμπία]]), σε Θουκ.· [[νικᾶν]] ἐπὶ πᾶσι κριταῖς, [[νικώ]] κατά τη [[γνώμη]] όλων των κριτών, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., <i>πάνταἐνίκα</i>, νικούσε όλες τις φορές, σε Ομήρ. Ιλ.· [[παγκράτιον]], σε Θουκ.· [[νικᾶν]] [[Ὀλύμπια]], είμαι [[νικητής]] στους Ολυμπιακούς αγώνες, στον ίδ. κ.λπ.·<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για απόψεις, [[επικρατώ]], <i>ἐκ τῆς νικώσης</i> (<i>γνώμης</i>), σύμφωνα με την επικρατούσα [[γνώμη]], [[απόφαση]] της πλειονότητας, σε Ξεν.· απρόσ., <i>ἐνίκα</i> (ενν. ἡ [[γνώμη]]), αποφασίστηκε, Λατ. [[visum]] est· με απαρ., ἐνίκα μὴ [[ἐκλιπεῖν]] τὴν πόλιν, κυριάρχησε η [[άποψη]] να μην εγκαταλείψουμε την πόλη, σε Ηρόδ.· <i>ἐνίκησε λοιμὸν εἰρῆσθαι</i>, ήταν γενική και κυρίαρχη η [[άποψη]] ότι [[λοιμός]] ήταν η [[αιτία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> ως [[νομικός]] όρος, νικῶ τὴν [[δίκην]], [[κερδίζω]] την [[υπόθεση]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[νικώ]], [[επικρατώ]], [[καταβάλλω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μὴ [[φῦναι]] τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον, το καλύτερο είναι να μη γεννηθεί, σε Σοφ.· <i>νίκηςνικᾶν τινα</i>, [[κερδίζω]] τη [[νίκη]] [[έναντι]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για [[πάθη]] κ.λπ., [[υπερνικώ]], [[υπερισχύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με</i>, με αναγκάζετε να σας [[παρέχω]] [[ηδονή]] [[παρά]] τη θέλησή μου, σε Σοφ.· με απαρ., μηδ' ἡ [[βία]] σε νικησάτω τοσόνδε μισεῖν, ας μην υπερισχύσει σε σένα η [[βία]] ώστε να σε αναγκάσει να μισείς, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., <i>νικᾶσθαί τινος</i>, όπως το <i>ἡττᾶσθαι</i>, είμαι [[κατώτερος]] [[έναντι]] κάποιου, [[ενδίδω]], υποτάσσομαι, [[υποχωρώ]], σε Σοφ., Ευρ.· ἢν [[τοῦτο]] νικηθῇς [[ἐμοῦ]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νῑκάω:''' <b class="num">1)</b> побеждать (πυγμῇ, τινα μάχῃ Hom.; μάχῃ Eur.; ναυμαχίῃ Her.; κόσμον NT): ὁ νικήσας Hom. победитель; ὁ νικηθείς Hom. побежденный; πολὺ ν. Thuc. или τὰ πάντα ν. Xen. одерживать решительную победу;<br /><b class="num">2)</b> выигрывать (μάχην, [[παγκράτιον]] Thuc.; νίκην Plat.; [[δίκην]] Eur.; πολλοὺς ἀγῶνας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> одерживать верх, получать перевес (ἔγχει, κάλλει Hom.): πᾶσαν ἀρετὴν νενικηκέναι Plat. превзойти во всех добродетелях; ἡ νικῶσα [[βουλή]] Eur. возобладавшее мнение; ἐκ τῆς νικώσης (sc. γνώμης) Xen. согласно получившему перевес мнению; ν. γνώμῃ или γνώμην Her. добиться перевеса своего мнения; ν. τοὺς φίλους εὖ ποιοῦντα Xen. превзойти друзей в добрых делах;<br /><b class="num">4)</b> перен. побеждать, подавлять (ἱμέρου νικώμενος Aesch.): νικᾶσθαι ἡδονῇ Soph. поддаться чувству радости; λόγοις [[φίλων]] νικᾶσθαι Soph. уступить уговорам друзей; ἡ [[βία]] σε [[μηδαμῶς]] νικησάτω [[τοσόνδε]] μισεῖν Soph. не позволяй чувству ненависти увлечь тебя до такой степени; μὴ [[φόβος]] σε νικάτω φρένας Eur. не поддавайся страху; νικᾶσθαι ξυμφορᾷ Eur. быть сломленным несчастьем; ὑπὸ τῶν μεγίστων νικηθέντες Thuc. под давлением мотивов первостепенной важности.
}}
}}