Anonymous

ναυσθλόω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυσθλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, συντετμ. αντί [[ναυστολέω]], [[μεταφέρω]] [[διά]] θαλάσσης, σε Ευρ. — Μέσ., μεταφέρομαι μέσα από τη [[θάλασσα]], στον ίδ. — Παθ., [[πορεύομαι]] [[διά]] θαλάσσης, στον ίδ.
|lsmtext='''ναυσθλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, συντετμ. αντί [[ναυστολέω]], [[μεταφέρω]] [[διά]] θαλάσσης, σε Ευρ. — Μέσ., μεταφέρομαι μέσα από τη [[θάλασσα]], στον ίδ. — Παθ., [[πορεύομαι]] [[διά]] θαλάσσης, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυσθλόω:''' [из [[ναυστολέω]]<br /><b class="num">1)</b> перевозить на корабле, увозить морем (τινα πατρῴας ἀπο γᾶς; med. τινα εἰς Ἀθήνας Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. плыть на корабле (οὐ ναυσθλώσομαι Arph.).
}}
}}