Anonymous

ἔθρισα: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
 
(2)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔθρῐσα:''' ποιητ. αντί <i>ἐθέρισα</i>, αόρ. αʹ του [[θερίζω]].
|lsmtext='''ἔθρῐσα:''' ποιητ. αντί <i>ἐθέρισα</i>, αόρ. αʹ του [[θερίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔθρῐσα:''' (= ἐθέρισα) Aesch. aor. к [[θερίζω]].
}}
}}