3,274,399
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀφθαλμία:''' ἡ ([[ὀφθαλμός]]), [[οφθαλμία]], [[πάθηση]] των ματιών, που συνοδεύεται από εκκρίσεις υγρών από τα μάτια, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''ὀφθαλμία:''' ἡ ([[ὀφθαλμός]]), [[οφθαλμία]], [[πάθηση]] των ματιών, που συνοδεύεται από εκκρίσεις υγρών από τα μάτια, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀφθαλμία:''' ἡ<b class="num">1)</b> воспаление глаз (преимущ. гнойное) Xen., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> слепота: ἀπαλλάξειν τινὰ τῆς [[ὀφθαλμίας]] Arph. освободить кого-л. от слепоты. | |||
}} | }} |