Anonymous

ὀφθαλμία: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀφθαλμία:''' ἡ ([[ὀφθαλμός]]), [[οφθαλμία]], [[πάθηση]] των ματιών, που συνοδεύεται από εκκρίσεις υγρών από τα μάτια, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ὀφθαλμία:''' ἡ ([[ὀφθαλμός]]), [[οφθαλμία]], [[πάθηση]] των ματιών, που συνοδεύεται από εκκρίσεις υγρών από τα μάτια, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφθαλμία:''' ἡ<b class="num">1)</b> воспаление глаз (преимущ. гнойное) Xen., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> слепота: ἀπαλλάξειν τινὰ τῆς [[ὀφθαλμίας]] Arph. освободить кого-л. от слепоты.
}}
}}