Anonymous

ἀλέξημα: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλέξημα:''' -ατος, τό ([[ἀλέξω]]), [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀλέξημα:''' -ατος, τό ([[ἀλέξω]]), [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλέξημα:''' ατος (ᾰλ) τό защита, средство спасения: εἴ τις ἐς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀ. [[οὐδέν]] Aesch. если кто-л. заболевал, спасения не было.
}}
}}