3,273,724
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγγηράσκω:''' μέλ. <i>-γηράσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εγήρᾱσα</i>· γερνώ μαζί με, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''συγγηράσκω:''' μέλ. <i>-γηράσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εγήρᾱσα</i>· γερνώ μαζί με, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-γηράσκω samen (met...) oud worden, mee verouderen (met), met dat.: γηράσκοντι ( sc. τῷ σώματι ) συγγηράσκουσι ( sc. αἱ φρένες ) als het lichaam ouder wordt, verouderen ook de hersenen mee Hdt. 3.134.3. | |||
}} | }} |