Anonymous

ἐπεῖπον: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], λέω [[επιπλέον]], [[μιλώ]] επιπροσθέτως ή συμπληρωματικά, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἐπεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], λέω [[επιπλέον]], [[μιλώ]] επιπροσθέτως ή συμπληρωματικά, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεῖπον:''' (aor. 2 к inf. ἐπειπεῖν)<b class="num">1)</b> сверх того сказать, добавить Her.: [[ἐπεῖπον]] τοιάδε Thuc. (коринфяне) добавили следующее;<br /><b class="num">2)</b> говорить о (ком-л.), возводить на (кого-л.) (ψόγον τινί Aesch.).
}}
}}