Anonymous

βούβαλος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[βούβαλος]]) (νεοελλ. θηλ. [[βουβάλα]] και [[βουβαλίνα]], η)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> γενική [[ονομασία]] βοοειδών του Παλαιού Κόσμου<br />[[είναι]] ζώα ρωμαλέα με [[χρώμα]] μαύρο [[προς]] πυρρό ή σταχτί<br /><b>2.</b> [[χοντρός]] και [[άκομψος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> [[νωθρός]] και [[χοντροκέφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[βούβαλις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βουβάλι]]].
|mltxt=ο (AM [[βούβαλος]]) (νεοελλ. θηλ. [[βουβάλα]] και [[βουβαλίνα]], η)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> γενική [[ονομασία]] βοοειδών του Παλαιού Κόσμου<br />[[είναι]] ζώα ρωμαλέα με [[χρώμα]] μαύρο [[προς]] πυρρό ή σταχτί<br /><b>2.</b> [[χοντρός]] και [[άκομψος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> [[νωθρός]] και [[χοντροκέφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[βούβαλις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βουβάλι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''βούβᾰλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> буйвол Polyb., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> Arst. = [[βουβαλίς]].
}}
}}