Anonymous

δημηγορέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημηγορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δημηγόρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] προς το [[ακροατήριο]], [[αγορεύω]], [[ρητορεύω]] στην Εκκλησία του Δήμου, Λατ. concionari, σε Αριστοφ. κ.λπ.· — Παθ., <i>τὰ δεδημηγορημένα</i>, δημόσιες αγορεύσεις, δημόσιοι λόγοι, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εκφωνώ]] δημηγορικούς λόγους, [[μιλώ]] ρητορικά, [[χρησιμοποιώ]] ρητορικά τεχνάσματα, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''δημηγορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δημηγόρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] προς το [[ακροατήριο]], [[αγορεύω]], [[ρητορεύω]] στην Εκκλησία του Δήμου, Λατ. concionari, σε Αριστοφ. κ.λπ.· — Παθ., <i>τὰ δεδημηγορημένα</i>, δημόσιες αγορεύσεις, δημόσιοι λόγοι, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εκφωνώ]] δημηγορικούς λόγους, [[μιλώ]] ρητορικά, [[χρησιμοποιώ]] ρητορικά τεχνάσματα, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=δημηγορέω [δημηγόρος] het volk toespreken; ook ongunstig misleidend spreken:. ταῦτα δημηγορεῖς wat jij zegt is volksverlakkerij Plat. Grg. 482c.
}}
}}