Anonymous

κέλυφος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέλῡφος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[θήκη]], [[θηκάρι]], [[φλοιός]], [[περίβλημα]], σε Αριστ.· [[βαθούλωμα]] του ματιού, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για γηρασμένους δικαστές, ἀντωμοσιῶν [[κελύφη]], σε Αριστοφ.· λέγεται για τη [[βάρκα]] γέρου ανθρώπου, η οποία λειτουργεί σαν και το φέρετρό του, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κέλῡφος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[θήκη]], [[θηκάρι]], [[φλοιός]], [[περίβλημα]], σε Αριστ.· [[βαθούλωμα]] του ματιού, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για γηρασμένους δικαστές, ἀντωμοσιῶν [[κελύφη]], σε Αριστοφ.· λέγεται για τη [[βάρκα]] γέρου ανθρώπου, η οποία λειτουργεί σαν και το φέρετρό του, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κέλῡφος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> оболочка, кожица (τοῦ σπέρματος, περί τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> скорлупа ([[ᾠοῦ]], τῶν καράβων καὶ τῶν καρκίνων Arst.);<br /><b class="num">3)</b> полость, орбита: ἐρημαῖον κ. ὄμματος Anth. пустая глазница;<br /><b class="num">4)</b> челнок, «скорлупка» Anth.;<br /><b class="num">5)</b> шутл. вместилище: ἀντωμοσιῶν [[κελύφη]] Arph. старые крючкотворы, судейские крючки.
}}
}}