Anonymous

ἀγρυπνία: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρυπνία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[ἀγρυπνέω]]), [[αϋπνία]], [[αγρυπνία]], [[εγρήγορση]], [[επαγρύπνηση]], σε Πλάτ.· <i>ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀγρυπνία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[ἀγρυπνέω]]), [[αϋπνία]], [[αγρυπνία]], [[εγρήγορση]], [[επαγρύπνηση]], σε Πλάτ.· <i>ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρυπνία:''' ион. ἀγρυπνίη ἡ тж. pl. бодрствование, бессонница Isocr., Xen.: ἀγρυπνίῃσι ἔχεσθαι Her. и ἐν ἀγρυπνίᾳ εἶναι Plat. страдать бессонницей.
}}
}}