Anonymous

ἀείρω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀείρω:''' (√<i>ΑΕΡ</i>), Ιων. και ποιητ. [[ρήμα]] (πρβλ. [[ἀείδω]]), σε Αττ. [[αἴρω]] (βλ. αυτ.), σε Αιολ. [[ἀέρρω]]· παρατ. [[ἤειρον]], Επικ. <i>ἄειρον</i>, μέλ. [[ἀρῶ]] [ᾱ], συνηρ. από το [[ἀερῶ]] (που δεν απαντά [[πουθενά]])· αόρ. αʹ [[ἤειρα]], Επικ. <i>ἄειρα</i> — Μέσ., μέλ. [[ἀροῦμαι]] [ᾱ], απαρ. αορ. αʹ <i>ἀείρασθαι</i>, μτχ. <i>-άμενος</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ἠέρθην]], Επικ. <i>ἀέρθην</i>, γʹ πληθ. [[ἄερθεν]], παρακ. [[ἤερμαι]], γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. [[ἄωρτο]], Ιων. [[ἄορτο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υψώνω]], [[εγείρω]], [[σηκώνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ἱστία]] στεῖλαν ἀείραντες, μάζεψαν τα [[ιστία]] τυλίγοντάς τα, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]], [[σηκώνω]] με σκοπό να [[μεταφέρω]], [[απάγω]], [[κουβαλώ]], [[μεταβιβάζω]], [[μεταφέρω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄχθος]] ἀείρειν, λέγεται για φορτηγά πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· μή μοι [[οἶνον]] ἄειρε, μη μου προσφέρεις [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθροίζω]], [[συναθροίζω]], [[συλλέγω]]· <i>λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[αποκομίζω]] για τον εαυτό μου, δηλ. [[κερδίζω]], [[λαμβάνω]]· με αιτ. πράγμ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εγείρω]], [[προκαλώ]] ή [[εξάπτω]], [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]]· <i>ἀείρασθαι πόλεμον</i>, [[επιχειρώ]] μακροχρόνια πολεμική [[σύγκρουση]], σε Ηρόδ.· <i>βαρὺς ἀείρεσθαι</i>, αυτός που είναι [[αργός]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, [[βραδύς]] στο να επιχειρήσει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> ἀείρασθαι τὰ [[ἱστία]], [[σηκώνω]] τα πανιά, [[ξεκινώ]] τον πλουν· ή [[χωρίς]] τη [[λέξη]] [[ἱστία]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., σηκώνομαι ή μεταφέρομαι, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀείρεσθαι εἰς..</i>., σηκώνομαι και [[αποχωρώ]] προς ένα [[άλλο]] [[μέρος]], [[μεταναστεύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται [[κυρίως]] για ναυτικούς, [[αλλά]] επίσης και για ταξίδια ξηράς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρέμομαι]], εξαρτώμαι· πὰρ κουλεὸν αἰὲν [[ἄωρτο]], (το [[εγχειρίδιο]], το [[στιλέτο]]) ήταν κρεμασμένο πάντα δίπλα στο [[θηκάρι]] του ξίφους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., ξεσηκώνομαι, βρίσκομαι σε [[διέγερση]], σε [[έξαψη]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀείρω:''' (√<i>ΑΕΡ</i>), Ιων. και ποιητ. [[ρήμα]] (πρβλ. [[ἀείδω]]), σε Αττ. [[αἴρω]] (βλ. αυτ.), σε Αιολ. [[ἀέρρω]]· παρατ. [[ἤειρον]], Επικ. <i>ἄειρον</i>, μέλ. [[ἀρῶ]] [ᾱ], συνηρ. από το [[ἀερῶ]] (που δεν απαντά [[πουθενά]])· αόρ. αʹ [[ἤειρα]], Επικ. <i>ἄειρα</i> — Μέσ., μέλ. [[ἀροῦμαι]] [ᾱ], απαρ. αορ. αʹ <i>ἀείρασθαι</i>, μτχ. <i>-άμενος</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ἠέρθην]], Επικ. <i>ἀέρθην</i>, γʹ πληθ. [[ἄερθεν]], παρακ. [[ἤερμαι]], γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. [[ἄωρτο]], Ιων. [[ἄορτο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υψώνω]], [[εγείρω]], [[σηκώνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ἱστία]] στεῖλαν ἀείραντες, μάζεψαν τα [[ιστία]] τυλίγοντάς τα, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]], [[σηκώνω]] με σκοπό να [[μεταφέρω]], [[απάγω]], [[κουβαλώ]], [[μεταβιβάζω]], [[μεταφέρω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄχθος]] ἀείρειν, λέγεται για φορτηγά πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· μή μοι [[οἶνον]] ἄειρε, μη μου προσφέρεις [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθροίζω]], [[συναθροίζω]], [[συλλέγω]]· <i>λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[αποκομίζω]] για τον εαυτό μου, δηλ. [[κερδίζω]], [[λαμβάνω]]· με αιτ. πράγμ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εγείρω]], [[προκαλώ]] ή [[εξάπτω]], [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]]· <i>ἀείρασθαι πόλεμον</i>, [[επιχειρώ]] μακροχρόνια πολεμική [[σύγκρουση]], σε Ηρόδ.· <i>βαρὺς ἀείρεσθαι</i>, αυτός που είναι [[αργός]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, [[βραδύς]] στο να επιχειρήσει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> ἀείρασθαι τὰ [[ἱστία]], [[σηκώνω]] τα πανιά, [[ξεκινώ]] τον πλουν· ή [[χωρίς]] τη [[λέξη]] [[ἱστία]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., σηκώνομαι ή μεταφέρομαι, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀείρεσθαι εἰς..</i>., σηκώνομαι και [[αποχωρώ]] προς ένα [[άλλο]] [[μέρος]], [[μεταναστεύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται [[κυρίως]] για ναυτικούς, [[αλλά]] επίσης και για ταξίδια ξηράς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρέμομαι]], εξαρτώμαι· πὰρ κουλεὸν αἰὲν [[ἄωρτο]], (το [[εγχειρίδιο]], το [[στιλέτο]]) ήταν κρεμασμένο πάντα δίπλα στο [[θηκάρι]] του ξίφους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., ξεσηκώνομαι, βρίσκομαι σε [[διέγερση]], σε [[έξαψη]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀείρω:''' эп.-ион. = [[αἴρω]].
}}
}}