Anonymous

ἀκμάζω: Difference between revisions

From LSJ
1,513 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[ἀκμή]]), βρίσκομαι σε πλήρη [[ακμή]], είμαι στο [[άνθος]] της ηλικίας μου ή είμαι [[πλήρης]] σφρίγους και δύναμης.<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, πόλεις και κράτη, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. [[ακμάζω]] ή [[αφθονώ]] σε [[κάτι]], <i>πλούτῳ</i>, στον ίδ.· <i>παρασκευῇ πάσῃ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., είμαι αρκετά [[ισχυρός]] ώστε να κάνω [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, ἀκμάζει ὁ [[πόλεμος]], ἡ [[νόσος]], ο [[πόλεμος]], η [[πληγή]], η [[μάστιγα]] είναι σε πλήρη [[έξαρση]], σε Θουκ.· ἀκμάζον [[θέρος]], [[μεσοκαλόκαιρο]], στον ίδ.· λέγεται για [[σιτάρι]], όταν μεστώσει και είναι έτοιμο για θερισμό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. <i>ἀκμάζει</i> με απαρ., είναι [[καιρός]] να, είναι κατάλληλη [[στιγμή]] να, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀκμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[ἀκμή]]), βρίσκομαι σε πλήρη [[ακμή]], είμαι στο [[άνθος]] της ηλικίας μου ή είμαι [[πλήρης]] σφρίγους και δύναμης.<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, πόλεις και κράτη, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. [[ακμάζω]] ή [[αφθονώ]] σε [[κάτι]], <i>πλούτῳ</i>, στον ίδ.· <i>παρασκευῇ πάσῃ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., είμαι αρκετά [[ισχυρός]] ώστε να κάνω [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, ἀκμάζει ὁ [[πόλεμος]], ἡ [[νόσος]], ο [[πόλεμος]], η [[πληγή]], η [[μάστιγα]] είναι σε πλήρη [[έξαρση]], σε Θουκ.· ἀκμάζον [[θέρος]], [[μεσοκαλόκαιρο]], στον ίδ.· λέγεται για [[σιτάρι]], όταν μεστώσει και είναι έτοιμο για θερισμό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. <i>ἀκμάζει</i> με απαρ., είναι [[καιρός]] να, είναι κατάλληλη [[στιγμή]] να, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκμάζω:''' <b class="num">1)</b> быть в расцвете, процветать Her., Arst.: ἀ. ῥώμῃ Plat. быть в расцвете сил; οἱ ἀκμάζοντες Isocr. люди в цветущем возрасте;<br /><b class="num">2)</b> быть богатым, изобиловать (τινί Her., Thuc., Aeschin., Plut.): τῷ εὖ φρονεῖν ἀ. Aeschin. обладать благоразумием; ἀ. ἐρύκειν τὰ κακὰ ἀπὸ [[ἑαυτοῦ]] Xen. быть достаточно сильным, чтобы оградить себя от неприятностей;<br /><b class="num">3)</b> достигать зрелости: σίτου ἀκμάζοντος Xen. когда хлеб (на полях) созрел;<br /><b class="num">4)</b> достичь высшей степени, быть в разгаре: ἡ [[νόσος]] ἀκμάζει Thuc. болезнь достигла наибольшей силы; τοῦ θέρους ἀκμάζοντος Thuc. в разгаре лета; ἀ. ἔν τινι Aeschin. достичь высшей степени чего-л.;<br /><b class="num">5)</b> настоятельно требовать (ποιεῖν τι Aesch.): τὰ πάντα [[νῦν]] ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα Xen. все требует теперь особенной бдительности; impers. ἀκμάζει Aesch., настало время, пора.
}}
}}