Anonymous

αἰσθητήριον: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰσθητήριον:''' τό ([[αἰσθάνομαι]]), όργανο αίσθησης, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>τὰ αἰσθητήρια</i>, αισθήσεις, ικανότητες αίσθησης, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''αἰσθητήριον:''' τό ([[αἰσθάνομαι]]), όργανο αίσθησης, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>τὰ αἰσθητήρια</i>, αισθήσεις, ικανότητες αίσθησης, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''αἰσθητήριον:''' τό<b class="num">1)</b> филос. (лат. [[sensorium]]) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.;<br /><b class="num">2)</b> чувство, способность (τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός τι NT).
}}
}}