Anonymous

ἄκουσμα: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκουσμα:''' -ατος, τό ([[ἀκούω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό που ακούγεται, όπως η [[μουσική]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[φήμη]], [[διήγηση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄκουσμα:''' -ατος, τό ([[ἀκούω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό που ακούγεται, όπως η [[μουσική]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[φήμη]], [[διήγηση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκουσμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> слышимое или слышанное, т. е. звуки, мелодия, музыка или сообщение, рассказ, слух, тж. изречение (ἀκούσματα καὶ ὁράματα Arst.): τὸ πάντων ἥδιστον ἄ. Xen. то, что больше всего ласкает слух; πολλῶν καὶ [[καλῶν]] ἀκουσμάτων πεπληρωμένος Isocr. наслущавшийся многих прекрасных наставлений; ὀρθὸν ἄ. ἀκοῦσαι Soph. выслушать верную весть;<br /><b class="num">2)</b> певец или музыкант (τῆς Ἑλλάδος άκούσματα Plut.).
}}
}}