Anonymous

ἀλοιητήρ: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλοιητήρ:''' -ῆρος, ὁ (ἀλλοιάω), αυτός που αλωνίζει, που αλέθει, <i>ἀλ. ὀδόντες</i>, οι τραπεζίτες (τα δόντια), σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀλοιητήρ:''' -ῆρος, ὁ (ἀλλοιάω), αυτός που αλωνίζει, που αλέθει, <i>ἀλ. ὀδόντες</i>, οι τραπεζίτες (τα δόντια), σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλοιητήρ:''' ῆρος adj. m размалывающий, перетиращий: ὀδόντες ἀλοιητῆρες Anth. коренные зубы.
}}
}}