Anonymous

ἀμφίβολος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίβολος:''' -ον ([[ἀμφιβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που βάλλεται από όλες ή και τις [[δύο]] πλευρές, σε Αισχύλ.· ἀμφ. [[εἶναι]], βρίσκομαι [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] [[πυρά]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που βάλλει και από τις [[δύο]] μεριές, [[δίστομος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[αμφίσημος]], αμφιλεγόμενος, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον [[ἔθεντο]], υπολόγιζαν την [[καλή]] τους [[τύχη]] ως αμφίβολη, σε Θουκ.· <i>ἐν ἀμφιβόλῳ</i>, σε [[ἀμφιβολία]], σε Λουκ.· επίρρ. οὐκ [[ἀμφιβόλως]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀμφίβολος:''' -ον ([[ἀμφιβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που βάλλεται από όλες ή και τις [[δύο]] πλευρές, σε Αισχύλ.· ἀμφ. [[εἶναι]], βρίσκομαι [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] [[πυρά]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που βάλλει και από τις [[δύο]] μεριές, [[δίστομος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[αμφίσημος]], αμφιλεγόμενος, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον [[ἔθεντο]], υπολόγιζαν την [[καλή]] τους [[τύχη]] ως αμφίβολη, σε Θουκ.· <i>ἐν ἀμφιβόλῳ</i>, σε [[ἀμφιβολία]], σε Λουκ.· επίρρ. οὐκ [[ἀμφιβόλως]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίβολος:''' <b class="num">1)</b> накинутый, надетый ([[παρθένια]] [[σπάργανα]], λίνα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> подвергающийся нападению с двух или со всех сторон (πολῖται Aesch.): ἀ, [[γενέσθαι]] или εἶναι Thuc. подвергаться круговому обстрелу, быть между двух огней;<br /><b class="num">3)</b> обоюдоострый (κάμακες Anth.);<br /><b class="num">4)</b> двусмысленный ([[ὄνομα]] Plat.; [[νόμος]] Arst.; [[χρησμός]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> неопределенный, сомнительный, ненадежный ([[τύχη]] Plut.);<br /><b class="num">6)</b> неуверенный, сомневающийся (ἀ. εἶναι ἔν τινι Plut.): ἀμφίβολοι πλέομεν Luc. мы плыли в нерешительности.
}}
}}