Anonymous

ἀναβέβρυχεν: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβέβρῠχεν:''' παρακ. με ενεστ. ἀνα-[[βρύζω]] σε [[αχρηστία]], [[ἀναβέβρυχεν]] [[ὕδωρ]], ανέβλυζε ή κόχλαζε το [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀναβέβρῠχεν:''' παρακ. με ενεστ. ἀνα-[[βρύζω]] σε [[αχρηστία]], [[ἀναβέβρυχεν]] [[ὕδωρ]], ανέβλυζε ή κόχλαζε το [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναβέβρῠχεν:''' v. l. [[ἀναβέβροχεν]] (3 л. sing. pf. к *[[ἀναβρύχω]] в знач. praes.) бьет ключом ([[ὕδωρ]] Hom.).
}}
}}