Anonymous

ἄμπωτις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(1)
mNo edit summary
 
(35 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ampotis
|Transliteration C=ampotis
|Beta Code=a)/mpwtis
|Beta Code=a)/mpwtis
|Definition=ἡ, gen. εως, Ion. ιος, for <b class="b3">ἀνάπωτις</b> (ἀναπίνομαι), v. infr.:— <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">being sucked back</b>, i.e. of sea, <b class="b2">ebb</b>, opp., <b class="b3">πλημμυρίς</b> or <b class="b3">ῥαχία</b> (Ion. <b class="b3">ῥηχίη</b>), <span class="bibl">Hdt.2.11</span>, <span class="bibl">7.198</span>, <span class="bibl">8.129</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>366a19</span>, <span class="title">Placit.</span>3.17, <span class="bibl">Agatharch. 32</span>, etc.: in pl., <b class="b2">ebb and flow, tides</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>396a26</span>, <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span> 45, <span class="bibl">App.<span class="title">Hisp.</span>1</span>, <span class="bibl">Hdn.3.14.6</span>.—The full form ἀνάπωτις only <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 9.52</span>, <span class="bibl">Scymn.110</span>, and later Prose, <span class="bibl">Plb.10.14.2</span> (s. v.l.), <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>22.8</span>: gen. <b class="b3">-πώτιδος</b>, <span class="bibl">Agatharch.101</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">retiring of a stream</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span> 130</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., τῆς ἀδολεσχίας ὥσπερ ἄμπωτιν λαβούσης Plu. 2.502d. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">return of humours</b> inward from surface of body, ἄ. τῶν χυμῶν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Hum.</span>1</span>, cf. <span class="bibl">Erot.<span class="title">Fr.</span>8</span>; of blood in the lungs, <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>6.10</span>.</span>
|Definition=ἡ, gen. -εως, Ion. -ιος, for [[ἀνάπωτις]] ([[ἀναπίνομαι]]), v. infr.:—<br><span class="bld">A</span> [[being sucked back]], i.e. of [[sea]], [[ebb]], opp., [[πλημμυρίς]] or [[ῥαχία]] (Ion. [[ῥηχίη]]), [[Herodotus|Hdt.]]2.11, 7.198, 8.129, Arist.Mete.366a19, Placit.3.17, Agatharch. 32, etc.: in plural, [[ebb]] and [[flow]], [[tide]]s, Arist.Mu.396a26, Peripl.M.Rubr. 45, App.Hisp.1, Hdn.3.14.6.—The full form [[ἀνάπωτις]] only Pi.O. 9.52, Scymn.110, and later Prose, Plb.10.14.2 ([[si vera lectio|s. v.l.]]), Arr.Ind.22.8: gen. ἀμπώτιδος, Agatharch.101.<br><span class="bld">2</span> [[retiring]] of a [[stream]], Call.Del. 130.<br><span class="bld">3</span> metaph., τῆς [[ἀδολεσχία]]ς ὥσπερ ἄμπωτιν λαβούσης Plu. 2.502d.<br><span class="bld">II</span> [[return]] of [[humour]]s inward from [[surface]] of [[body]], ἄμπωτις τῶν χυμῶν Hp.Hum.1, cf. Erot.Fr.8; of [[blood]] in the [[lung]]s, Gal. UP6.10.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἄμπωτις''': γεν. -εως, Ἰων. -ιος, μεταγεν. καὶ -ιδος, Λοβ. Φρύν. 340, κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ [[ἀνάπωτις]] (ἐκ τοῦ ἀναπίνομαι), ἴδε κατωτέρω: - περιοδικὴ ἀνάπωσις τοῦ ὕδατος, καθ’ ἣν ἀποσύρεται τοῦτο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ [[μετὰ]] ὡρισμένον χρόνον [[πάλιν]] ἐπανέρχεται· ἀντιτίθεται ταῖς λέξεσι, πλημμυρὶς καὶ [[ῥαχία]] (Ἰων. [[ῥηχίη]]), Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198., 8. 129, πολλαὶ δὲ ἀμπώτεις λέγονται καὶ κυμάτων ἄρσεις συμπεριοδεύειν ἀεὶ τῇ σελήνῃ κατὰ τινας ὡρισμένους καιροὺς Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 32, Πλούτ., κτλ.: κατὰ πληθ., ἐν γένει, σημαίνει τὴν αὐξομείωσιν τῶν ὑδάτων, δηλ. τὴν ἄνω τε καὶ [[κάτω]] διαρροὴν τοῦ ὠκεανοῦ, τὴν παλίρροιαν τῆς θαλάσσης, Ἡρωδιαν. 3. 14. - Ὁ [[πλήρης]] [[τύπος]] [[ἀνάπωτις]] εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. Ο. 9. 78., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Πολυβ. 10. 14. 2, Ἀρρ., κτλ. 2) ἡ [[ὑποχώρησις]] [[ἤτοι]] [[ἐλάττωσις]] ῥεύματός τινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 130. ΙΙ. ἡ πρὸς τὰ ἔσω ἐπιστροφὴ τῶν χυμῶν ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματος, ἄμπ. τῶν χυμῶν Ἱππ. 47. 1, πρβλ. Σχόλ. παρὰ Γαισφόδρῳ Ἐτυμ. Μ. σ. 2467.
|dgtxt=[[ἀνάπωτις]], -εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> normalmente [[ἄμπωτις]] salvo [[ἀνάπωτις]] Pi.<i>O</i>.9.52, Scyl.<i>Per</i>.110, Arr.<i>Ind</i>.22.8, Agatarch.101; [[ἀνάπωσις]] Erot.101.8<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. sg. ἀναπώτιδος Agatharch.l.c., dat. sg. ἀμπώτιδι D.C.39.40.4]<br /><b class="num">1</b> [[marea baja]], [[reflujo]] Pi.l.c., Scyl.l.c., Hdt.2.11, 7.198, Arist.<i>Mete</i>.366<sup>a</sup>19, Plb.1.39.3, 10.14.2, 34.9.5, Agatharch.l.c., <i>Placit</i>.3.17, Hdn.3.14.6, Arr.l.c., [[ἄμπωτις]] τῆς θαλάσσης μεγάλη καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν Hdt.8.129<br /><b class="num">•</b>en plu. [[ἀμπώτεις]], [[ἀμπώτιδες]] = [[mareas]], [[movimientos del mar]] Arist.<i>Mu</i>.396<sup>a</sup>26, ταῖς ἀμπώτεσι τοῦ πελάγους συμφερόμενοι App.<i>Hisp</i>.1, cf. <i>Peripl.M.Rubri</i> 45.<br /><b class="num">2</b> medic. [[reflujo]] τῶν χυμῶν Hp.<i>Hum</i>.1, de la [[sangre]] en los [[pulmón|pulmones]], Gal.3.454.<br /><b class="num">3</b> [[absorción]], [[retirada al secarse]] ῥοάων ... ἄμπωτιν ἔχων sufriendo la ... absorción de mis corrientes (habla un [[río]])</i>, Call.<i>Del</i>.130.<br /><b class="num">4</b> [[succión]] Erot.101.8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος <i>ou</i> εως (ἡ) :<br />reflux de la mer.<br />'''Étymologie:''' ἀναπίνω.
|btext=ιδος <i>ou</i> εως (ἡ) :<br />[[reflux de la mer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπίνω]].
}}
{{pape
|ptext=ιδος, (ion. ιος) ἀμπώτεως Polyb. 1.39, 20.5.7; ἀμπώτεσι, dat. plur., Arr. <i>Ind</i>. 21), Her. 7.188, 8.129 und Folg.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμπωτις:''' ιδος, ион. ιος, поздн. тж. Pind., Polyb. εως, [[ἀνάπωτις]] ἡ [[морской отлив]] Her., Arst., Plut., Sext.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=v. [[ἀνάπωτις]].
|lstext='''ἄμπωτις''': γεν. -εως, Ἰων. -ιος, μεταγεν. καὶ -ιδος, Λοβ. Φρύν. 340, κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ [[ἀνάπωτις]] (ἐκ τοῦ ἀναπίνομαι), ἴδε κατωτέρω: - περιοδικὴ ἀνάπωσις τοῦ ὕδατος, καθ’ ἣν ἀποσύρεται τοῦτο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ μετὰ ὡρισμένον χρόνον [[πάλιν]] ἐπανέρχεται· ἀντιτίθεται ταῖς λέξεσι, πλημμυρὶς καὶ [[ῥαχία]] (Ἰων. [[ῥηχίη]]), Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198., 8. 129, πολλαὶ δὲ ἀμπώτεις λέγονται καὶ κυμάτων ἄρσεις συμπεριοδεύειν ἀεὶ τῇ σελήνῃ κατὰ τινας ὡρισμένους καιροὺς Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 32, Πλούτ., κτλ.: κατὰ πληθ., ἐν γένει, σημαίνει τὴν αὐξομείωσιν τῶν ὑδάτων, δηλ. τὴν ἄνω τε καὶ [[κάτω]] διαρροὴν τοῦ ὠκεανοῦ, τὴν παλίρροιαν τῆς θαλάσσης, Ἡρωδιαν. 3. 14. - Ὁ [[πλήρης]] [[τύπος]] [[ἀνάπωτις]] εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. Ο. 9. 78., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Πολυβ. 10. 14. 2, Ἀρρ., κτλ. 2) ἡ [[ὑποχώρησις]] [[ἤτοι]] [[ἐλάττωσις]] ῥεύματός τινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 130. ΙΙ. ἡ πρὸς τὰ ἔσω ἐπιστροφὴ τῶν χυμῶν ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματος, ἄμπ. τῶν χυμῶν Ἱππ. 47. 1, πρβλ. Σχόλ. παρὰ Γαισφόδρῳ Ἐτυμ. Μ. σ. 2467.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ιδος), η (Α [[ἄμπωτις]]) (νεοελλ. και άμπωτη)<br />[[πτώση]] της στάθμης τών υδάτων, [[τράβηγμα]] τών νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀμπώτιδες</i><br />[[άμπωτις]] και [[πλημμυρίδα]] [[μαζί]], [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]], [[ελάττωση]] ρεύματος ή ροής<br /><b>3.</b> [[υποχώρηση]], [[πτώση]], [[ελάττωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> (με [[αποκοπή]] και [[αφομοίωση]]) <span style="color: red;">+</span> [[πίνω]]. Ο τ. [[ἀνάπωτις]] απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον <b>Ηρόδ.</b> σημαίνει την «[[επιστροφή]] της θάλασσας» σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[πλημμυρίς]] ή <i>ῥωχία</i>. Η [[διατήρηση]] του –<i>τ</i>- ([[αντί]] του ιωνικού –<i>σις</i>) κάνει πιστευτή την [[υπόθεση]] ότι ο <b>Ηρόδ.</b> υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη [[θάλασσα]] [[ἄμπωτις]] ([[θάλασσα]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. resorlsens unda] και ότι η λ. πιθ. να [[είναι]] τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. [[ἀναπίνω]] (η [[ἀνάπωτις]] &GT; [[ἄμπωτις]]-ο <i>ἀναπώτης</i>) ή και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές [[πρέπει]] να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. [[πίνω]] [[είναι]] συνηθέστερα το [[πότης]] και όχι το <i>πώτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμπωτίζω]].
|mltxt=(-ιδος), η (Α [[ἄμπωτις]]) (νεοελλ. και [[άμπωτη]])<br />[[πτώση]] της στάθμης τών υδάτων, [[τράβηγμα]] τών νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀμπώτιδες</i><br />[[άμπωτις]] και [[πλημμυρίδα]] [[μαζί]], [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]], [[ελάττωση]] ρεύματος ή ροής<br /><b>3.</b> [[υποχώρηση]], [[πτώση]], [[ελάττωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> (με [[αποκοπή]] και [[αφομοίωση]]) <span style="color: red;">+</span> [[πίνω]]. Ο τ. [[ἀνάπωτις]] απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον <b>Ηρόδ.</b> σημαίνει την «[[επιστροφή]] της θάλασσας» σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[πλημμυρίς]] ή [[ῥαχία]]. Η [[διατήρηση]] του –<i>τ</i>- ([[αντί]] του ιωνικού –<i>σις</i>) κάνει πιστευτή την [[υπόθεση]] ότι ο <b>Ηρόδ.</b> υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη [[θάλασσα]] [[ἄμπωτις]] ([[θάλασσα]])<br />[[πρβλ]]. λατ. [[resorbens unda]] και ότι η λ. πιθ. να [[είναι]] τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. [[ἀναπίνω]] (η [[ἀνάπωτις]] > [[ἄμπωτις]]-ο <i>ἀναπώτης</i>) ή και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές [[πρέπει]] να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. [[πίνω]] [[είναι]] συνηθέστερα το [[πότης]] και όχι το <i>πώτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμπωτίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμπωτις:''' γεν. <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i>, αντί [[ἀνάπωτις]] (<i>ἀναπίνομαι</i>), η [[υποχώρηση]] του νερού προς τη [[θάλασσα]], η άμπωτη αντίθ. προς την [[παλίρροια]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἄμπωτις:''' γεν. <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i>, αντί [[ἀνάπωτις]] (<i>ἀναπίνομαι</i>), η [[υποχώρηση]] του νερού προς τη [[θάλασσα]], η άμπωτη αντίθ. προς την [[παλίρροια]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''ἄμπωτις:''' ιδος, ион. ιος, поздн. тж. Pind., Polyb. εως, [[ἀνάπωτις]] ἡ морской отлив Her., Arst., Plut., Sext.
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[ebb]] (Hp.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Variant of [[ἀνάπωτις]] (Pi.), fem. agent noun of [[ἀναπίνω]], [[ἄμπωτις]] ([[θάλασσα]]) = [[resorbens unda]] (Hor.). Schulze KZ 56, 287; 57, 275 (= Kl. Schr. 361). S. also Fraenkel Nom. ag. 1, 116 m. A. 2. But see DELG.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἀναπίνομαι, for [[ἀνάπωτις]]<br />a [[being]] sucked [[back]], the ebb-[[tide]], Hdt., etc.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἄμπωτις''': {ámpōtis}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Ebbe]] (ion., Arist., hell.).<br />'''Derivative''': Ableitung: [[ἀμπωτίζω]] [[ebben]] (Ph., Eust.).<br />'''Etymology''': Nebenform zu [[ἀνάπωτις]] (Pi., spät), eig. fem. Nomen agentis zu [[ἀναπίνω]], [[ἄμπωτις]] ([[θάλασσα]]) = ''resorbens'' ''unda'' (Hor.). Schulze KZ 56, 287; 57, 275 (= Kl. Schr. 361). S. auch Fraenkel Nom. ag. 1, 116 m. A. 2.<br />'''Page''' 1,96
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀναρρόφηση]], τράβηγμα τοῦ νεροῦ τῆς θάλασσας πρός τά μέσα). Συντετμημένος [[τύπος]] τοῦ: [[ἀνάπωτις]] τοῦ [[ἀναπίνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[ebb]]===
Bulgarian: отлив; Catalan: reflux; Chinese Mandarin: 退潮, 落潮; Czech: odliv; Danish: ebbe; Dutch: [[eb]]; Esperanto: forfluo; Finnish: luode, laskuvesi; French: [[reflux]], [[jusant]]; Galician: devalo, refluxo, vazante; Georgian: მიქცევა, მიქცევის დინება, ზღვის მიქცევა; German: [[Ebbe]]; Greek: [[άμπωτη]]; Ancient Greek: [[ἄμπωτις]], [[ἀνάπωτις]]; Hungarian: apály; Irish: aife, trá; Old Irish: aithbe or; Italian: [[riflusso]]; Middle English: ebbe; Persian: جزر‎; Polish: odpływ; Portuguese: [[vazante]], [[refluxo]]; Romanian: reflux; Russian: [[отлив]]; Spanish: [[reflujo]], [[marea]]; Swedish: ebb; Ukrainian: відплив; Welsh: trai
}}
}}