Anonymous

ἀνάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάρμοστος:''' -ον ([[ἁρμόζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ακατάλληλος]], [[αταίριαστος]], [[ασύμφωνος]], [[δυσανάλογος]], σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για ήχο, [[παράτονος]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φορτικός]], [[αυθάδης]], [[απρεπής]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[απροετοίμαστος]], [[ακατάλληλος]], [[πρός]] τι, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνάρμοστος:''' -ον ([[ἁρμόζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ακατάλληλος]], [[αταίριαστος]], [[ασύμφωνος]], [[δυσανάλογος]], σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για ήχο, [[παράτονος]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φορτικός]], [[αυθάδης]], [[απρεπής]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[απροετοίμαστος]], [[ακατάλληλος]], [[πρός]] τι, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάρμοστος:''' <b class="num">1)</b> несообразный, несуразный, нелепый Her., Arph., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> несоразмерный, неподходящий, несоответствующий (Xen.; πρός τι Thuc. и τινι Arst., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> нестройный, нескладный, негармоничный Plat.
}}
}}