Anonymous

ἀνταπόδοσις: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταπόδοσις:''' -εως, ἡ ([[ἀνταποδίδωμι]]), [[επιστροφή]] ως [[αντάλλαγμα]], σε Θουκ.· [[ανταπόδοση]], [[ανταμοιβή]], αντιπληρωμή, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνταπόδοσις:''' -εως, ἡ ([[ἀνταποδίδωμι]]), [[επιστροφή]] ως [[αντάλλαγμα]], σε Θουκ.· [[ανταπόδοση]], [[ανταμοιβή]], αντιπληρωμή, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνταπόδοσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> отдача, возврат, уплата долга (ἀ. καὶ ἀποδοχὴ [[χωρίων]] Thuc.; τῶν [[εἴκοσι]] ταλάντων ποιήσασθαι τὴν ἀνταπόδοσιν Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> отплата, возмещение, воздаяние ([[χάριτος]] Arst., Men., Diod.; ἱκανὴ ἀ. τινος Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> возмездие, кара Arst., Polyb., Diod., NT;<br /><b class="num">4)</b> отражение, отголосок (sc. τῶν φωνῶν Arst.);<br /><b class="num">5)</b> изменение направления: ἀνταπόδοσιν ποιεῖσθαι или λαμβάνειν Polyb. принимать обратное направление, двигаться обратно;<br /><b class="num">6)</b> грам. - рит. противоположение Quint.
}}
}}