Anonymous

ἀντιόομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠντιώθην</i>, Ιων. <i>ἀντ-</i> αποθ.· ([[ἀντίος]]) [[ανθίσταμαι]], [[εναντιώνομαι]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι</i>, σε Ηρόδ.· με αιτ. [[άπαξ]], στον Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀντιόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠντιώθην</i>, Ιων. <i>ἀντ-</i> αποθ.· ([[ἀντίος]]) [[ανθίσταμαι]], [[εναντιώνομαι]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι</i>, σε Ηρόδ.· με αιτ. [[άπαξ]], στον Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιόομαι:''' (aor. pass. ἠντιώθην - ион. ἀντιώθην) идти против, оказывать сопротивление (τινι Aesch., Her.): οἱ ἀντιούμενοι Her. противники; ἀ. τινα ἐς τὴν Βοιωτίαν Her. оказать кому-л. сопротивление (досл. встретить кого-л. в Беотии).
}}
}}