Anonymous

ἀποπνίγω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπνίγω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πνίξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έπνιξα</i>· [[πνίγω]], [[στραγγαλίζω]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπέπνιγον</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για φυτά που καταπνίγονται από αγκάθια, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μέλ. <i>-πνιγήσομαι</i>, αόρ. βʹ -επνίγην [ῐ]· μτχ. παρακ. <i>-πεπνιγμένος</i>· πνίγομαι, [[παθαίνω]] [[ασφυξία]], [[πεθαίνω]] από πνιγμό, σε Δημ.· μεταφ., πνίγομαι από την [[οργή]] μου, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀποπνίγω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πνίξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έπνιξα</i>· [[πνίγω]], [[στραγγαλίζω]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπέπνιγον</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για φυτά που καταπνίγονται από αγκάθια, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μέλ. <i>-πνιγήσομαι</i>, αόρ. βʹ -επνίγην [ῐ]· μτχ. παρακ. <i>-πεπνιγμένος</i>· πνίγομαι, [[παθαίνω]] [[ασφυξία]], [[πεθαίνω]] από πνιγμό, σε Δημ.· μεταφ., πνίγομαι από την [[οργή]] μου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπνίγω:''' (fut. ἀποπνίξομαι и ἀποπνίξω) душить, удавливать (τινά Her., Arph., Xen., Plut.); pass. задыхаться, умирать от удушья Arph., Plat., задыхаться от гнева (ἐπί τινι Dem.) и захлебываться, тонуть (ῥίπτει ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν (καὶ) ἀπεπνίγη Dem.).
}}
}}