Anonymous

ἀποτμήγω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτμήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Επικ. αντί ἀπο-[[τέμνω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αποκόπτω]] από, <i>τινά τινός</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκόπτω]], [[αποσχίζω]], [[αποχωρίζω]], στο ίδ.· κλιτῦς [[ἀποτμήγω]], [[διαχωρίζω]] ή [[διασχίζω]] τις πλαγιές ενός βουνού, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀποτμήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Επικ. αντί ἀπο-[[τέμνω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αποκόπτω]] από, <i>τινά τινός</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκόπτω]], [[αποσχίζω]], [[αποχωρίζω]], στο ίδ.· κλιτῦς [[ἀποτμήγω]], [[διαχωρίζω]] ή [[διασχίζω]] τις πλαγιές ενός βουνού, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτμήγω:''' эп. = [[ἀποτέμνω]].
}}
}}