Anonymous

ἀριφραδής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀριφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι)·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[γνωστός]], [[πολύ]] [[φανερός]], [[κατάδηλος]], [[ευδιάκριτος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ποιητ. επίρρ. <i>-δέως</i>, [[σαφώς]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολύ]] [[σκεπτικός]], [[συνετός]], [[σοφός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀριφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι)·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[γνωστός]], [[πολύ]] [[φανερός]], [[κατάδηλος]], [[ευδιάκριτος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ποιητ. επίρρ. <i>-δέως</i>, [[σαφώς]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολύ]] [[σκεπτικός]], [[συνετός]], [[σοφός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριφρᾰδής:''' <b class="num">1)</b> хорошо заметный, явственный, легко распознаваемый ([[σῆμα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> ярко освещенный (τοῖχοι Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> просвещенный, разумный ([[ἀνήρ]] Soph. - v. l. к [[περιφραδής]]).
}}
}}