Anonymous

ἄσχετος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσχετος:''' Επικ. επίσης ἀά-σχετος, -ον ([[σχεῖν]]), [[ακατάσχετος]] ή [[ακατανίκητος]], [[ασυγκράτητος]], [[απροσμάχητος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἄσχετος:''' Επικ. επίσης ἀά-σχετος, -ον ([[σχεῖν]]), [[ακατάσχετος]] ή [[ακατανίκητος]], [[ασυγκράτητος]], [[απροσμάχητος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσχετος:''' v. l. [[ἀάσχετος]] 2<br /><b class="num">1)</b> неудержимый, неукротимый ([[μένος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> невыносимый, нестерпимый ([[πένθος]] Hom.; [[δίψος]] Luc.).
}}
}}