Anonymous

ἀστεῖος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστεῖος:''' -α, -ον ([[ἄστυ]]), αυτός που προέρχεται από την πόλη, απ' όπου, όπως Λατ. [[urbanus]], αυτός που ανατράφηκε στην πόλη, [[ευγενής]], [[ευγενικός]], αντίθ. προς το [[ἀγροῖκος]], σε Πλάτ.· εξευγενισμένος, [[λεπτός]], [[χαριτωμένος]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., ἀστεῖον [[κέρδος]], [[ωραίο]] [[κέρδος]]..., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀστεῖος:''' -α, -ον ([[ἄστυ]]), αυτός που προέρχεται από την πόλη, απ' όπου, όπως Λατ. [[urbanus]], αυτός που ανατράφηκε στην πόλη, [[ευγενής]], [[ευγενικός]], αντίθ. προς το [[ἀγροῖκος]], σε Πλάτ.· εξευγενισμένος, [[λεπτός]], [[χαριτωμένος]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., ἀστεῖον [[κέρδος]], [[ωραίο]] [[κέρδος]]..., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστεῖος:''' <b class="num">1)</b> досл. городской, столичный, перен. культурный, воспитанный, вежливый (ἀ. καὶ [[εὔχαρις]] Xen.; ἥμερον καὶ ἀστεῖον [[ἦθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ласковый, приветливый ([[ἄνθρωπος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> изящный, утонченный, изысканный (ἀ. καὶ γλαφυρὸς [[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> прелестный, приятный ([[ἑορτή]] Plat.; ἀ. καὶ [[σύμμετρος]], καλὸς δ᾽ οὔ Arst.): νὴ τὸν Δί᾽ ἀστείω γε τὼ βοσκήματε! Arph. ах, какие славные зверушки!;<br /><b class="num">5)</b> (остро)умный, тонкий, меткий (λόγοι Plat.; τὰ ἀστεῖα [[εἰπεῖν]] Dem. и λέγειν Arst.; [[πρόνοια]] Plut.).
}}
}}