3,274,306
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βοηθός:''' -όν, συντετμ. [[τύπος]] του <i>βοη-θόος</i>, [[βοηθητικός]], [[ενισχυτικός]], [[επικουρικός]], σε Θουκ.· και ως ουσ., [[βοηθός]], [[αρωγός]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | |lsmtext='''βοηθός:''' -όν, συντετμ. [[τύπος]] του <i>βοη-θόος</i>, [[βοηθητικός]], [[ενισχυτικός]], [[επικουρικός]], σε Θουκ.· και ως ουσ., [[βοηθός]], [[αρωγός]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βοηθός:''' <b class="num">II</b> ὁ помощник, заступник, защитник Xen., Arst., Plut., Anth.<br />идущий или приходящий на помощь ([[νῆες]] Her. и [[ναῦς]] Thuc.). | |||
}} | }} |