Anonymous

βασανίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰσᾰνίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβασάνισα</i>, Παθ. αόρ. <i>ἐβασανίσθην</i>, παρακ. <i>βεβασάνισμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τρίβω]] [[χρυσάφι]] ([[βασανίζω]] χρυσὸν) πάνω στη δοκιμαστική [[πέτρα]] ([[βάσανος]]), σε Πλάτ.· από όπου, λέγεται για πράγματα, [[δοκιμάζω]] τη [[γνησιότητα]] ενός πράγματος, [[ελέγχω]], [[αποδεικνύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εξετάζω]] προσεκτικά, [[ανακρίνω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανακρίνω]] μέσω της υποβολής σε [[βασανιστήριο]] με σκοπό την εκμαίευση ομολογίας ή την [[αποκάλυψη]] της αληθείας, σε Θουκ.· βασανίζομαι από μια [[ασθένεια]] ή [[καταιγίδα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βᾰσᾰνίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβασάνισα</i>, Παθ. αόρ. <i>ἐβασανίσθην</i>, παρακ. <i>βεβασάνισμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τρίβω]] [[χρυσάφι]] ([[βασανίζω]] χρυσὸν) πάνω στη δοκιμαστική [[πέτρα]] ([[βάσανος]]), σε Πλάτ.· από όπου, λέγεται για πράγματα, [[δοκιμάζω]] τη [[γνησιότητα]] ενός πράγματος, [[ελέγχω]], [[αποδεικνύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εξετάζω]] προσεκτικά, [[ανακρίνω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανακρίνω]] μέσω της υποβολής σε [[βασανιστήριο]] με σκοπό την εκμαίευση ομολογίας ή την [[αποκάλυψη]] της αληθείας, σε Θουκ.· βασανίζομαι από μια [[ασθένεια]] ή [[καταιγίδα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰσᾰνίζω:''' <b class="num">1)</b> испытывать пробным камнем (χρυσόν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> испытывать, подвергать испытанию (ἐν πυρί τι Plat.): βεβασανισμένος εἴς τι Plat. испытанный в чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> подвергать допросу или пыткам, допрашивать с пристрастием, пытать (τινά Arph.); pass. подвергаться пыткам Thuc., Arst.;<br /><b class="num">4)</b> pass. мучиться, страдать ([[δεινῶς]] NT): βασανίζεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων NT быть игралищем волн.
}}
}}