Anonymous

δαπάνη: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰπάνη:''' [ᾰ], ἡ ([[δάπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> έξοδα, [[κόστος]], [[ζημία]], [[ανάλωση]], σε Ησίοδ.· <i>χρημάτων</i>, σε Θουκ.· <i>δ. κούφη</i>, το [[κόστος]] είναι μικρό, σε Ευρ.· επίσης, στον πληθ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ξόδεμα]], [[κατανάλωση]] χρημάτων· <i>ἵππων</i>, σε άλογα, σε Πίνδ.· <i>δαπάνην παρέχειν</i>, χρήματα διαθέσιμα για [[ξόδεμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> αλόγιστη, άσκοπη [[δαπάνη]], [[σπατάλη]], [[διασπάθιση]], [[υπερβολή]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''δᾰπάνη:''' [ᾰ], ἡ ([[δάπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> έξοδα, [[κόστος]], [[ζημία]], [[ανάλωση]], σε Ησίοδ.· <i>χρημάτων</i>, σε Θουκ.· <i>δ. κούφη</i>, το [[κόστος]] είναι μικρό, σε Ευρ.· επίσης, στον πληθ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ξόδεμα]], [[κατανάλωση]] χρημάτων· <i>ἵππων</i>, σε άλογα, σε Πίνδ.· <i>δαπάνην παρέχειν</i>, χρήματα διαθέσιμα για [[ξόδεμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> αλόγιστη, άσκοπη [[δαπάνη]], [[σπατάλη]], [[διασπάθιση]], [[υπερβολή]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰπάνη:''' дор. δᾰπάνα (πᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> расходование, расход, трата Hes., Pind.: δ. или δαπάναι τινός Pind., Thuc., Arst. расход чего-л. или на что-л.; οἰκηΐη [[ἀνδρῶν]] δαπάνῃ Her. со снаряженным на собственный счет войском; κούφα δαπάνα νομίζειν Eur. нетрудно понять;<br /><b class="num">2)</b> деньги на расходы, средства (δαπάνην παρέχειν Her.; δαπάνας ἐξευρίσκειν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> расточительность (ἡ ἐν τῇ φύσει δ. Aeschin.).
}}
}}