Anonymous

διαβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβῐβάζω:''' μέλ. Αττ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[διαβαίνω]], [[μεταφέρω]] πάνω ή [[απέναντι]], [[μεταβιβάζω]], [[διακομίζω]], <i>δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''διαβῐβάζω:''' μέλ. Αττ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[διαβαίνω]], [[μεταφέρω]] πάνω ή [[απέναντι]], [[μεταβιβάζω]], [[διακομίζω]], <i>δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβῐβάζω:''' (fut. διαβιβάσω и διαβιβῶ)<br /><b class="num">1)</b> переводить (στρατὸν κατὰ γεφύρας Her.);<br /><b class="num">2)</b> переправлять (ὁπλίτας ἐς τὴν νῆσον Thuc.): δ. (sc. [[στράτευμα]]) τὸν ποταμόν Plat., Plut. переправить (войско) через реку;<br /><b class="num">3)</b> перен. приводить, сводить (ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τι Plut.).
}}
}}