Anonymous

διαμαρτύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμαρτύρομαι:''' [ῡ], αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> επικαλούμαι θεούς και ανθρώπους ως μάρτυρες, Λατ. obtestari, σε Δημ.· <i>δ. μή..</i>., με απαρ., στον ίδ.· <i>δ. τινι μὴ ποιεῖν</i>, [[εγείρω]] [[ένσταση]] [[εναντίον]] της πράξεώς του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαμαρτύρομαι]], [[διακηρύττω]] [[σοβαρά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., ζητώ επίμονα από κάποιον, [[εξορκίζω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διαμαρτύρομαι:''' [ῡ], αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> επικαλούμαι θεούς και ανθρώπους ως μάρτυρες, Λατ. obtestari, σε Δημ.· <i>δ. μή..</i>., με απαρ., στον ίδ.· <i>δ. τινι μὴ ποιεῖν</i>, [[εγείρω]] [[ένσταση]] [[εναντίον]] της πράξεώς του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαμαρτύρομαι]], [[διακηρύττω]] [[σοβαρά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., ζητώ επίμονα από κάποιον, [[εξορκίζω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμαρτύρομαι:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> призывать всех в свидетели, торжественно клясться в своей правоте ([[βοᾶν]] καὶ δ. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> клятвенно утверждать: διαμαρτύροιο ἄν, ὅτι σὺ … Plat. ведь ты стал бы, пожалуй, всячески утверждать, что ты …;<br /><b class="num">3)</b> заклинать, умолять, настойчиво просить (Xen.; ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Aeschin., Polyb., Plut.).
}}
}}