Anonymous

διαμάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] πέρα-πέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκαλίζω]], γρατσουνίζω, [[διασκάπτω]], στον ίδ. — Μέσ., <i>διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα</i>, το [[χαλίκι]] έχει αποτριφτεί, σε Θουκ.
|lsmtext='''διαμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] πέρα-πέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκαλίζω]], γρατσουνίζω, [[διασκάπτω]], στον ίδ. — Μέσ., <i>διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα</i>, το [[χαλίκι]] έχει αποτριφτεί, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διᾰμάω:''' <b class="num">1)</b> разрывать, рассекать, разрубать (χιτῶνα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> расцарапывать (παρηΐδα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> разгребать, раскапывать (ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Eur.; med.: τὸν κάχληκα Thuc.; χιόνα Polyb.; ταῖς χερσὶ τὴν γῆν Plut.).
}}
}}