Anonymous

διατριπτικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διατριπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κατάλληλος]] για [[τρίψιμο]] («οὐχ ἡδὺ τὸ [[μύρον]]... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.)
|mltxt=[[διατριπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κατάλληλος]] για [[τρίψιμο]] («οὐχ ἡδὺ τὸ [[μύρον]]... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.)
}}
{{elru
|elrutext='''διατριπτικός:''' досл. служащий для натирания, перен. ирон. служащий для затяжки ([[μύρον]] Arph.).
}}
}}