3,274,216
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτό που είναι διπλής μορφής, φύσεως, σε Ηρόδ., Σοφ. | |lsmtext='''διφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτό που είναι διπλής μορφής, φύσεως, σε Ηρόδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διφυής:''' (pl. n тж. δυφυᾶ)<br /><b class="num">1)</b> имеющий двоякую природу, состоящий из двух существ ([[μιξοπάρθενος]] [[ἔχιδνα]] Her.; [[Κένταυροι]] Soph., Isocr.; [[Πάν]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> двойной, парный (τῶν σπλάγχνων τὰ μὲν μονοφυῆ, τὰ δὲ διφυῆ Arst.; ἱμάτια Plut.; πτέρυγες Anth.). | |||
}} | }} |