Anonymous

διφυής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτό που είναι διπλής μορφής, φύσεως, σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''διφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτό που είναι διπλής μορφής, φύσεως, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διφυής:''' (pl. n тж. δυφυᾶ)<br /><b class="num">1)</b> имеющий двоякую природу, состоящий из двух существ ([[μιξοπάρθενος]] [[ἔχιδνα]] Her.; [[Κένταυροι]] Soph., Isocr.; [[Πάν]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> двойной, парный (τῶν σπλάγχνων τὰ μὲν μονοφυῆ, τὰ δὲ διφυῆ Arst.; ἱμάτια Plut.; πτέρυγες Anth.).
}}
}}