Anonymous

διώκτης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διώκτης]], ο<br />θηλ. διῶκτις και [[διώκτρια]], η) [[διώκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον<br /><b>2.</b> κυνηγετικό [[σκυλί]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που απομακρύνει.
|mltxt=ο (AM [[διώκτης]], ο<br />θηλ. διῶκτις και [[διώκτρια]], η) [[διώκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον<br /><b>2.</b> κυνηγετικό [[σκυλί]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που απομακρύνει.
}}
{{elru
|elrutext='''διώκτης:''' ου ὁ гонитель NT.
}}
}}